Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ταῦρος βοῦς

См. также в других словарях:

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • Prehistoria del griego — Saltar a navegación, búsqueda Famoso comienzo de la Ilíada de Homero en el que se canta la cólera de Aquiles, hijo de Peleo La prehistoria del griego se refiere al período transcurrido entre los inicios de la diferenciación del proto indoeuropeo …   Wikipedia Español

  • RUFA Vacca — immolari iubetur Numer. c. 19. v. 2. Edic filiis Israelis, ut accipientes adducant ad te iunicem rufam, perfectam, in qua non sit vitium, cui iugum nondum impositum sit: cuius rei rationem aliis disquirendam relinquit Bochartus; hoc saltem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βουθόρος — βουθόρος, ον (Α) φρ. «βουθόρος ταῡρος» αυτός που βατεύει τις αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)] …   Dictionary of Greek

  • βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… …   Dictionary of Greek

  • βόαγρος — βόαγρος, ο (Α) άγριος ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + αγρος < αγρός (πρβλ. ίππαγρος, σύαγρος)] …   Dictionary of Greek

  • βόδι — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών (βλ. λ.) * * * το 1. μεγαλόσωμο κατοικίδιο μηρυκαστικό (το αρσενικό λέγεται ταύρος, το θηλυκό αγελάδα, το νεαρό μοσχάρι και έπειτα από χρονικό διάστημα ενός περίπου έτους δαμάλι) 2. (για άνθρωπο) νωθρός και… …   Dictionary of Greek

  • ԵԶՆ — (եզին, եզանց.) NBH 1 0647 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. βοῦς սեռ. βόος bos սեռ. bovis ταῦρος taurus Արուն արջառոյ. զուարակ. ցուլ. եզ ... փէքէր. յորմէ պախրէ. *Հանգիցէ եզն քո, եւ էշ քո. Ել. ՟Բ. 12: *Ուր ոչ գոն եզինք,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶՈՒԱՐԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0742 Chronological Sequence: Early classical, 15c գ. ԶՈՒԱՐԱԿ որ եւ ԴՈՒԱՐ, ՏՈՒԱՐ. ռմկ. տավար, սէվր, սըղըր. վր. եւս՝ զուարակի. Արջառ. եզն փոքր. որթ մեծ. եւ Ցուլ. եզ, հորթ, մոզի. տանա. որպէս յն. μόσχος (լծ. մոզի.) juvencus βοΐδων… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»